συνδιαλλαγή

συνδιαλλαγή
(Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων, δικαστικών ή και άλλων προσώπων, όπως στην περίπτωση του διαζυγίου (απόπειρα συμφιλίωσης). Η διαδικασία της ενέχει πρακτική σπουδαιότητα στον τομέα της επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας και αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα, ανάλογα με τις νομοθεσίες, των συνδικάτων, των εκπρόσωπων του προσωπικού ή των συμβουλίων επιχειρήσεων και των αρμόδιων διοικητικών οργάνων. Στο διεθνές δίκαιο αποτελεί μία από τις παραδοσιακές μεθόδους επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών. Το αποτέλεσμα επιδιώκεται είτε με τη σύσταση μεικτών επιτροπών από τους ενδιαφερόμενους είτε έπειτα από φιλικές ενέργειες μιας τρίτης δύναμης που δεν μετέχει η ίδια στις διαπραγματεύσεις. Αν αποδειχτεί δύσκολη μπορεί να γίνει προσφυγή σε πρόσθετα μέσα επίλυσης: μεσολάβηση, εξεταστικές επιτροπές, κλπ. Η σ., καθώς και η μεσολάβηση, αποτέλεσαν αντικείμενα κωδικοποίησης στις συνδιασκέψεις της Χάγης του 1899 και του 1907. Επικουρικό μέσο ενίσχυσης των διεθνών σ. αποτέλεσαν ιδίως οι λεγόμενες συνθήκες, που προβλέπουν την υποχρεωτική παραπομπή σε μεικτές εξεταστικές επιτροπές κάθε είδους διεθνούς διαφοράς. Κατά τη διάρκεια της σχετικής έρευνας απαγορεύονται οι εχθροπραξίες και δίνεται έτσι καιρός για να επιτευχθεί η ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς.
* * *
η, ΝΜΑ [συνδιαλλάσσω]
αποκατάσταση φιλίας, συμβιβασμός, συμφιλίωση
νεοελλ.
1. διεθν. δίκ. διπλωματικός τρόπος επίλυσης τών διεθνών διαφορών κατά τον οποίο η διευθέτηση τής διαφοράς ανατίθεται σε διεθνή επιτροπή, την επιτροπή συνδιαλλαγής
2. φρ. «επιτροπή συνδιαλλαγής»
διεθν. δίκ. διεθνής επιτροπή που αποτελείται από τρία ή πέντε μέλη, κατά κανόνα υπηκόους τρίτων κρατών, και η οποία, μετά από αμερόληπτη εξέταση τής διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, προσπαθεί να καθορίσει όρους διευθέτησής της, κοινώς αποδεκτούς, ή βοηθεί τα διιστάμενα μέρη στον διακανονισμό τής διαφοράς παρέχοντας σ' αυτά τη γνώμη της αν αυτό τής έχει ζητηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαλλαγή — η αποκατάσταση αρμονικών σχέσεων, συμφιλίωση: Είναι πια αδύνατη η συνδιαλλαγή τους μετά απ αυτό το γεγονός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβίβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συμβιβάζω] συμβιβασμός, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αρχ. 1. συμφωνία, συνένωση 2. προσφορά για συνδιαλλαγή 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «πεῑσις, πίστις» β) «διδαχή, διδασκαλία» …   Dictionary of Greek

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • αγάπισμα — το [αγαπίζω] συμφιλίωση, συνδιαλλαγή …   Dictionary of Greek

  • διαλλαγή — η (AM διαλλαγή) [διαλλάσσω] συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αρχ. 1. ανταλλαγή 2. διαφορά 3. μεταβολή 4. (για αριθμούς) αλλαγή …   Dictionary of Greek

  • διαλλακτικότητα — η διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • δυσκατάλλακτος — δυσκατάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον η δυσκολία στη συνδιαλλαγή …   Dictionary of Greek

  • ενοτήσιος — ἑνοτήσιος, ον (Α) [ενότης] αυτός που μπορεί να φέρει ένωση ή συνδιαλλαγή …   Dictionary of Greek

  • επιδιαλλαγή — ἐπιδιαλλαγή, ὁ (Α) συνδιαλλαγή, συμβιβασμός …   Dictionary of Greek

  • ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”